- τουρκέτο
- το, Νναυτ. κοινή ονομασία τού ακάτιου ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
ακάτιος ιστός — Το πρωραίο κατάρτι των μεγάλων ιστιοφόρων, γνωστό περισσότερο ως τουρκέτο … Dictionary of Greek
μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο — Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα … Dictionary of Greek